οξικός

οξικός
η , ό[ν] см. οξ(ε)ικός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οξικός" в других словарях:

  • οξικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όξος, στο ξίδι 2. χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή οφείλεται στο οξικό οξύ (α. «οξικές ιδιότητες» β. «οξικό άλας» γ. «οξικός εστέρας») 3. φρ. α) «οξικό οξύ» άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο… …   Dictionary of Greek

  • οξικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στο ξίδι (όξος, το): Οξικό οξύ. 2. αυτός που συντελεί στην παραγωγή ξιδιού: Οξική ζύμωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακετυλοκελουλόζη ή ακετυλοκυτταρίνη ή οξική κυτταρίνη — Οξικός εστέρας της κυτταρίνης (κελουλόζης) που παρασκευάζεται με την επίδραση οξικού ανυδρίτη και πυκνού θειικού οξέος στην κυτταρίνη. Ανάλογα με τις συνθήκες της αντίδρασης, τα προϊόντα περιέχουν διαφορετικό αριθμό ακετυλίων σε κάθε ρίζα… …   Dictionary of Greek

  • αμυλεστέρες — Ονομασία εστέρων των αμυλικών αλκοολών, σπουδαιότεροι από τους οποίους είναι ο οξικός α. και ο ισαμυλεστέρας.Είναι οι εστέρες του οξικού οξέος και των αντίστοιχων αμυλικών αλκοολών. Ο πρώτος έχει σημείο βρασμού 149,2°C και πυκνότητα 0,875gr/cm3… …   Dictionary of Greek

  • δέψη — Επεξεργασία που ακολουθείται στη βαφική με σκοπό την προετοιμασία των ινών για να δεχτούν το χρώμα. Το στάδιο αυτό είναι πρακτικά απαραίτητο, γιατί πολλές ίνες, ειδικά το βαμβάκι και γενικά οι φυτικές ίνες, που αποτελούνται κυρίως από κυτταρίνη,… …   Dictionary of Greek

  • αμυλική αλκοόλη — Γενική ονομασία των κορεσμένων, μονοσθενών αλκοολών του τύπου C5H11OH. Είναι σώματα υγρά, αδιάλυτα στο νερό, διαλυτά στον αιθέρα, με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή και υψηλό σημείο βρασμού. Οξειδώνονται και σχηματίζουν αλδεΰδες (και οξέα) ή… …   Dictionary of Greek

  • αιθυλεστέρας — ο Χημ. εστέρας ανόργανου ή οργανικού οξέος που περιέχει τη ρίζα αιθύλιο (C2H5 ). Π.χ. CH3COOC2H5 οξικός αιθυλεστέρας, C2H5ONO νιτρώδης αιθυλεστέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. ethylester < ethyl (πρβλ. αιθύλιο) +… …   Dictionary of Greek

  • αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… …   Dictionary of Greek

  • μεθυλεστέρας — ο χημ. συνοπτική ονομασία εστέρων τής μεθυλικής αλκοόλης με ανόργανα ή οργανικά οξέα (α. «βενζοϊκός μεθυλεστέρας» β. «θειικός μεθυλεστέρας» γ. «οξικός μεθυλεστέρας» δ. «σαλικυλικός μεθυλεστέρας») …   Dictionary of Greek

  • μολυβδόνερο — και μολυβόνερο, το (φαρμ.) βασικός οξικός μόλυβδος αραιωμένος με νερό, ο οποίος χρησιμοποιείται σε επιθέματα, καθώς και για πλύσεις λόγω τών στυπτικών ιδιοτήτων του …   Dictionary of Greek

  • οξεικός — ή, ό βλ. οξικός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»